- χονδράκανθος
- -η, -ο / χονδράκανθος, -ον, ΝΑνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο χονδράκανθοςζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κωπήποδων καρκινοειδώναρχ.αυτός που έχει ακανθώδη σκελετό («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + -άκανθος (< ἄκανθα, πρβλ. λευκ-άκανθος, τραγ-άκανθος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chondracanthus, και μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.